Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Εγιναν για δεύτερη φορά μετανάστες.Ηρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας καλύτερη ζωή. Τώρα, η κρίση τούς αναγκάζει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, την Αλβανία.


Η φωνή του δεν ακουγόταν. Επαιζε ένα παιχνίδι στον υπολογιστή, όρθιος. Το κεφάλι του ίσα που ξεπερνούσε το γραφείο. Κανονικά έπρεπε να είναι στο σχολείο. Στην Α' Δημοτικού. Ο Ερρίκος όμως δεν άντεξε πάνω από είκοσι μέρες στο νέο του περιβάλλον. Εκλαιγε συχνά.

Είχε μάθει διαφορετικά από τα άλλα παιδιά στην τάξη. Εκείνα ήταν πιο άγουρα, πιο εκδηλωτικά, ίσως και λίγο απότομα. Οι γονείς του αποφάσισαν να διακόψει τη φοίτηση και να συνεχίσει του χρόνου, όταν θα έχει εγκλιματιστεί στη νέα του ζωή. Στα έξι του, ο Ερρίκος έχει γίνει μετανάστης.
Από την Ελλάδα, στην Αλβανία.
Η μητέρα του, Αμαλία Πετσούνη, ομογενής από το Αργυρόκαστρο, είχε ακολουθήσει μαζί με τον αδερφό της Αλέξη, αντίστροφο δρομολόγιο το 1997.
Εζησε στα Τρίκαλα και στην Αθήνα. Πήγε σε ελληνικό σχολείο, δούλεψε σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής και αργότερα σε σούπερ μάρκετ, ώσπου αποφάσισε πριν από οκτώ μήνες μαζί με τον άντρα της Εντι Μούστα και τον αδερφό της, να επιστρέψουν στους Αγίους Σαράντα για να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση, ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικά είδη. Οι γονείς της δεν ακολούθησαν. Τους κράτησε στην Ελλάδα η δουλειά. Εργοδηγός ο πατέρας, καθαρίστρια η μητέρα. Στον καιρό της κρίσης, ο επαναπατρισμός για τους αλβανούς μετανάστες είναι - κυρίως - υπόθεση των νέων.
Τον τελευταίο χρόνο ο αλβανικός Νότος υποδέχεται και πάλι τα παιδιά του.
Τα μειωμένα μεροκάματα, το υψηλό κόστος ζωής και η ανεργία στην Ελλάδα αναγκάζουν 30άρηδες μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρική γη. Εκεί μπορούν να επενδύσουν λιγότερο κεφάλαιο στο νέο τους ξεκίνημα. Να γίνουν από υπάλληλοι, αφεντικά. Να νοικιάσουν ένα δυάρι με 110 ευρώ τον μήνα. Μια πολλά υποσχόμενη επάνοδος που κρύβει όμως το τίμημα της αποδοχής. Οι επαναπατρισθέντες καλούνται να απογαλακτιστούν από την ελληνική νοοτροπία και να ζήσουν στη χώρα που γεννήθηκαν, αλλά δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν.

ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ. «Είναι δύσκολο. Δεν έχουμε φίλους εδώ. Εχουμε χάσει κάθε επαφή και είμαστε αγχωμένοι αν θα πετύχει η επιχείρησή μας», λέει ο 33χρονος Εντι Μούστα. Προσπάθησε και στην Ελλάδα να ανοίξει δικό του μαγαζί. Ενα τυροπιτάδικο στο Κουκάκι. Ζητούσαν όμως 75.000 ευρώ αέρα για έναν χώρο 40 τ.μ. με νοίκι 650 ευρώ τον μήνα.
Στους Αγίους Σαράντα επένδυσε μαζί με τον γαμπρό του 35.000 ευρώ για το νέο μαγαζί.
Χτίζει σπίτι στο Δέλβινο και από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του έχει πιάτο όλη την πόλη και στο βάθος την Κέρκυρα, μία μόλις ώρα μακριά με το καράβι.
Δίπλα στο μαγαζί του βρίσκεται το συνεργείο αυτοκινήτων των Ζέρα Αρμπέν και Χρήστου Μπότσαρη. «Γίναμε μετανάστες για δεύτερη φορά», λέει ο κ. Μπότσαρης, ομογενής που έφτασε στην Ελλάδα το 1991 με τους γονείς του.
Εζησε στο Σοφικό Κορινθίας. Παράτησε το σχολείο στο Δημοτικό. Αργότερα δούλεψε σε συνεργείο. «Τελευταία δεν είχε δουλειά. Ο μάστορας χρωστούσε παντού. Πώς να το κρατήσει;», λέει. Ο συνέταιρός του Αρμπέν έμαθε και αυτός τη δουλειά στην Ελλάδα.
Φοράει μπλε φόρμα και έχει μουντζουρώσει τα χέρια του με γράσο. Είναι σκυμμένος πάνω από μια Chrysler Crossfire. Στο συνεργείο του περιμένουν να αναστηθούν μια BMW X5 και ένα Audi A6. «Πάμε καλά εδώ. Στην Ελλάδα δεν είχαμε τόσους πελάτες», λέει.
Εχει ένα χρόνο που επέστρεψε στην Αλβανία. Αλλά επισκέπτεται κάθε Σαββατοκύριακο την Κέρκυρα. Ενώ οι περισσότεροι νέοι μετανάστες αφήνουν στην Ελλάδα τους γονείς τους, αυτός αποχαιρέτησε τη γυναίκα του. Ελληνίδα που εργάζεται ως λογίστρια. «Αν η δουλειά αποκτήσει σταθερότητα μπορεί να τη φέρω εδώ», λέει.
τα νεα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου